- αφλόγιστος
- -η, -ο (Α ἀφλόγιστος, -ον)νεοελλ.(για το δέρμα) αυτός που δεν έχει φλόγωσηαρχ.ο μη εύφλεκτος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀφλόγιστος — not in flammable masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αφλόγιστος — η, ο αυτός που δεν είναι φλογισμένος, ερεθισμένος: Η πληγή του σήμερα ήταν αφλόγιστη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀφλόγιστον — ἀφλόγιστος not in flammable masc/fem acc sg ἀφλόγιστος not in flammable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφλόγιστα — ἀφλόγιστος not in flammable neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αφλογιστία — η το να μην αναφλεγεί καψούλι ή γόμωση όπλου παρά την πυροδότηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αφλόγιστος. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek